- υποσταθμη
- ὑποστάθμηὑπο-στάθμηἥ1) архит. основание, фундамент
(οἰκιῶν ὑποστάθμαι Diod.)
2) осадок, отстой, гуща Plat.ἐν τῇ Ῥωμύλου ὑποστάθμῃ Plut. — в гуще римского народа
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(οἰκιῶν ὑποστάθμαι Diod.)
ἐν τῇ Ῥωμύλου ὑποστάθμῃ Plut. — в гуще римского народа
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ὑποστάθμη — foundation fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποστάθμῃ — ὑποστάθμη foundation fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υποστάθμη — η / ὑποστάθμη, ΝΑ τα αδιάλυτα συστατικά ενός υγρού τα οποία καθιζάνουν στον πυθμένα τού δοχείου στο οποίο αυτό περιέχεται, αλλ. ίζημα ή κατακάθι νεοελλ. 1. φυσ. χημ. η υποστιβάδα 2. φρ. «άνθρωπος τής κατώτερης [ή τής τελευταίας] υποστάθμης»… … Dictionary of Greek
υποστάθμη — η 1. τα αδιάλυτα συστατικά υγρού που κατασταλάζουν στον πάτο του δοχείου του, ίζημα, καταστάλαγμα, κατακάθι, μούργα. 2. μτφ., χαμηλό ηθικό ποιόν: Άνθρωπος της τελευταίας υποστάθμης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὑποστάθμαι — ὑποστάθμη foundation fem nom/voc pl ὑποστάθμᾱͅ , ὑποστάθμη foundation fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποστάθμαις — ὑποστάθμη foundation fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποστάθμην — ὑποστάθμη foundation fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποστάθμης — ὑποστάθμη foundation fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υποσταθμίς — ίδος, ἡ, Μ (κατά τον Φώτ.) «ὑποστάθμη». [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑποστάθμη + κατάλ. ίς, ίδος (πρβλ. ψηφ ίς)] … Dictionary of Greek
ὑποστάθμας — ὑποστάθμᾱς , ὑποστάθμη foundation fem acc pl ὑποστάθμᾱς , ὑποστάθμη foundation fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ίζημα — Στην αναλυτική χημεία ί. ονομάζεται η στερεή φάση που καθιζάνει από ένα διάλυμα με συμπύκνωση πέρα από το όριο κορεσμού, με προσθήκη ενός άλλου διαλύτη ή με τη δράση ενός ειδικού αντιδραστηρίου, το οποίο μπορεί να είναι υγρό, αέριο, στερεό ή… … Dictionary of Greek